αέρια, πολεμικά

αέρια, πολεμικά
Ονομασία που δόθηκε από το 1915 σε ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Τα π.α. διαιρούνται σε: α) ασφυξιογόνα, που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα και προκαλούν τον θάνατο από ασφυξία (χλώριο, φωσγένιο, παλίτης, χλωροπικρίνη κ.ά.), β) καυστικά, που προκαλούν εγκαύματα στα αναπνευστικά όργανα και φλύκταινες στο δέρμα (υπερίτης), γ) ερεθιστικά, που προκαλούν έντονο ερεθισμό στα μάτια και στη μύτη και φέρνουν άφθονα δάκρυα ή φταρνίσματα (βρωμιούχο βενζόλιο, χλωριούχος διφαινυλαρσίνη κ.ά.) και δ) τοξικά, που ενεργούν στην καρδιά και στα νευρικά κέντρα και προκαλούν τον θάνατο (υδροκυάνιο κ.ά.). Τα π.α., ανάλογα με τη διάρκεια της δράσης τους, κατατάσσονται σε π.α. έμμονης, προσωρινής και μέτριας διάρκειας. Η προστασία από τα π.α. είναι είτε προσωπική (προσωπίδες ή αντιασφυξιογόνες στολές) είτε ομαδική (καταφύγια). Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε χρήση π.α., χωρίς ωστόσο να έχουν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και από τους Ιταλούς στις επιχειρήσεις για την κατάκτηση της Αιθιοπίας. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι π.α. χρησιμοποιήθηκαν από τους Αμερικανούς στο Βιετνάμ, καθώς και από τους Ιρακινούς και τους Τούρκους κατά των Κούρδων. Από αμυντικής πλευράς οι αντιασφυξιογόνες προσωπίδες μείωσαν αισθητά τον κίνδυνο από τα π.α., ενώ τα αντιασφυξιογόνα καταφύγια αποδείχτηκαν πολυδάπανα και δεν γενικεύτηκαν. Η πρόοδος της τεχνικής του πολέμου παραμέρισε ωστόσο τα π.α. και σήμερα γίνεται μικρός λόγος για την πιθανή χρησιμοποίησή τους. Το γεγονός οφείλεται στην ανάπτυξη των πυραύλων με τα ανυπολόγιστης έκτασης καταστρεπτικά αποτελέσματά τους. Οι πύραυλοι αυτοί, που είναι κυρίως τριών τύπων, έχουν πολύ μεγάλη ακτίνα δράσης. Άντρες του ιαπωνικού στρατού με αντιασφυξιογόνες προσωπίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασφυξιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία 2. «ασφυξιογόνα αέρια» πολεμικά αέρια που ερεθίζουν τα αναπνευστικά όργανα, εμποδίζουν την αναπνοή και μπορούν να προκαλέσουν θάνατο από ασφυξία …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”